Ο Καθηγητής Paul Crossley ήταν διακεκριμένος Βρετανός ιστορικός της μεσαιωνικής τέχνης και αρχιτεκτονικής. Ένεκα της μακράς και παραγωγικής επαγγελματικής του πορείας σε αυτόν τον κλάδο του επιστητού, τιμήθηκε με την εκλογή του ως μέλους της Αρχαιολογικής Εταιρείας του Λονδίνου (Society of Antiquaries of London, 1987), της Πολωνικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών (Polska Akademia Umiejętności,1999) και της Βρετανικής Ακαδημίας (British Academy, 2016).
Γεννηθείς στο Ιστ Γκρίνστεντ του Σάσεξ, ο Paul Crossley αποφοίτησε το 1967 από το Trinity College του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ με πτυχίο στην ιστορία της τέχνης. Στη συνέχεια απέκτησε διδακτορικό τίτλο βάσει διατριβής με θέμα την πολωνική γοτθική αρχιτεκτονική του 14ου αιώνα, υπό την εποπτεία του Peter Kidson (Ινστιτούτο Τέχνης Courtauld, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου) και του Lech Kalinowski (Γιαγκελλόνειο Πανεπιστήμιο Κρακοβίας). Η εν λόγω διατριβή, η οποία εκπονήθηκε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δηλ. σε εποχή κατά την οποία η έρευνα πεδίου στην Ανατολική Ευρώπη από ξένους μελετητές δυσχεραινόταν σημαντικά από τη σοβιετική επιβολή του Σιδηρού Παραπετάσματος, υποστηρίχθηκε επιτυχώς το 1973, ανοίγοντας τον δρόμο για τη σταδιακή επανένταξη της πολωνικής μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στον κανόνα της ευρωπαϊκής ιστορίας της τέχνης.
Ο Paul Crossley δίδαξε μεσαιωνική τέχνη και αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ ως Λέκτορας (Lecturer, από το 1971) και ως Επίκουρος Καθηγητής (Senior Lecturer, από το 1981). Το 1990 διορίστηκε στη θέση του Επίκουρου Καθηγητή στο Ινστιτούτο Τέχνης Courtauld, όπου αργότερα ανελίχθηκε στη βαθμίδα του Καθηγητή (από το 2002). Αφού συνταξιοδοτήθηκε από αυτή τη θέση το 2011, διετέλεσε Slade Professor of Fine Art στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (2011-12).
Η πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων του Καθ. Crossley αφορά σε διάφορες πτυχές της μελέτης της μεσαιωνικής τέχνης και αρχιτεκτονικής, τόσο στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (γερμανόφωνο χώρο, Πολωνία, Βοημία) όσο και στη Δύση (Αγγλία και Γαλλία). Ασχολήθηκε εκτενώς με ζητήματα «ιερής τοπογραφίας» και τους τρόπους με τους οποίους η αλληλεπίδραση λειτουργίας, τελετουργικού και διαφορετικών εικαστικών μέσων (αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, υαλογραφίας, ζωγραφικής) διαμόρφωσε την εμπειρία των μεσαιωνικών επισκεπτών των γοτθικών ναών. Επιπλέον, έθιξε στο έργο του ευρύτερα ιστοριογραφικά ερωτήματα, όπως λ.χ. τις τύχες της έννοιας της «εικονογραφίας» της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, που είχε διατυπωθεί από τον Richard Krautheimer. Το πιο γνωστό του έργο, στο οποίο συνδύασε τη λεπτομερή γνώση των μεσαιωνικών κτισμάτων και της βιβλιογραφίας τους σε πανευρωπαϊκή κλίμακα με την εμβάθυνση στην ιστοριογραφία του κλάδου, ήταν η εκτενής αναθεώρηση και ο υπομνηματισμός του τόμου του Paul Frankl GothicArchitecture για τη σειρά Pelican History of Art, ο οποίος είχε πρωτοδημοσιευθεί το 1962 (Νιου Χέιβεν και Λονδίνο: Yale University Press, 2000). Στην όψιμη φάση της καριέρας του χρημάτισε επιμελητής του Journal of the Warburg and Courtauld Institutes (2000-11) και μέλος εκδοτικών και συμβουλευτικών επιτροπών πολλών σειρών βιβλίων και ακαδημαϊκών περιοδικών.
Η πλούσια συλλογή πέραν των 1500 βιβλίων, την οποία ο Καθ. Crossley και η οικογένειά του κληροδότησαν στο Κέντρο Πληροφόρησης – Βιβλιοθήκη «Στέλιος Ιωάννου» του Πανεπιστημίου Κύπρου, αντανακλά τα εξελισσόμενα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σε σχέση με την καλλιτεχνική παραγωγή του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα καθ’όλη την επαγγελματική του πορεία, καθώς και τις προσωπικές του διανοητικές και καλλιτεχνικές προτιμήσεις. Όπως θα ανέμενε κανείς, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των τόμων συνιστά κείμενα με θέμα τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική, τέχνη και ιστορία, σε ποικίλες γλώσσες (αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική, ισπανική, τσεχική, πολωνική, ακόμη και στην ελληνική), παρά ταύτα περιλαμβάνονται και επιλεγμένα έργα για τη φιλοσοφία και τη μουσική, δυο τομείς για τους οποίους ο Καθ. Crossley είχε επιδείξει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Συνεπώς, η Συλλογή Crossley θα μπορούσε να θεωρηθεί όχι μόνο ως ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο δώρο προς τη «νεαρή» ακόμη βιβλιοθήκη του πρώτου εκπαιδευτικού ιδρύματος μιας μικρής χώρας με μια εκπληκτική γοτθική αρχιτεκτονική κληρονομιά, αλλά και ως αέναη μαρτυρία της ευρυμάθειας, της φιλοσοφικής ροπής και της αισθητικής κουλτούρας του ίδιου του δωρητή.
Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. τις ακόλουθες αποτιμήσεις του βίου, του έργου και της επιστημονικής συνεισφοράς του Καθ. Crossley από τους συναδέλφους και τους πρώην φοιτητές του:
- LiberAmicorum Paul Crossley: Architecture, Liturgy and Identity και Image, Memory and Devotion, επιμ. Zoë Opačić και Achim Timmermann, 2 τ., Studies in Gothic Art 1-2 (Τουρνχούτ: Brepols, 2011).
- Lesley Milner, «In Memoriam: Paul Crossley, 1945-2019», International Center of Medieval Art (ICMA) News, Καλοκαίρι 2020, αρ. 2, 12-14.
- Tom Nickson, «Professor Paul Crossley (19 July 1945 – 12 December 2019)», Journal of the British Archaeological Association 173/1 (2020), 218-20.
- Christopher Wilson, «Obituaries: Paul Crossley (1945-2019)», The Burlington Magazine 162/1405 (Απρίλιος 2020), 365-66.